αλληλογράφος

αλληλογράφος
ο
ο υπάλληλος που συντάσσει την αλληλογραφία: Εργάζεται σε κατάστημα ως αλληλογράφος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • -γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά …   Dictionary of Greek

  • αλληλογραφία — Η ανταπόκριση που γίνεται με την ανταλλαγή επιστολών ή εγγράφων· η επιστολογραφία. Η α. αποτελεί ένα από τα αρχαιότερα μέσα επικοινωνίας και καλύπτει τη στοιχειώδη ανάγκη των ανθρώπων για αμοιβαία ενημέρωση και πληροφόρηση. Σε ό,τι αφορά την… …   Dictionary of Greek

  • αλληλογραφώ — ( έω) ανταλλάσσω επιστολές με κάποιον, επιστολογράφο). [ΕΤΥΜΟΛ. < *αλληλογράφος < αλληλο * + γράφος < γράφω] …   Dictionary of Greek

  • επιστολική φιλολογία ή επιστολογραφία — Επιστολές που οι επιστολογράφοι προορίζουν για δημοσίευση καθώς και εκείνες που οι αναγνώστες τους θεωρούν σημαντική τη γνωστοποίησή τους –λόγω των αρετών του περιεχομένου και του ύφους τους– σε ευρύτερο κοινό. Στις πρώτες ανήκουν οι περίπου 800… …   Dictionary of Greek

  • Χερν, Λευκάδιος — (Hearn, 1850 – 1907). Άγγλος συγγραφέας. Ήταν γιος του Ιρλανδού γιατρού Καρόλου Χερν και της Ρόζας Κασιμάτη από τα Κύθηρα και γεννήθηκε στη Λευκάδα. Σε ηλικία 19 χρόνων πήγε στην Αμερική, όπου εργάστηκε διαδοχικά ως διορθωτής τυπογραφείου,… …   Dictionary of Greek

  • επιστολογράφος — ο 1. αυτός που γράφει ή έγραψε επιστολή ή επιστολές. 2. αυτός που έχει ως έργο του το γράψιμο επιστολών, αλληλογράφος, γραμματέας. 3. ο επιδέξιος στο να αλληλογραφεί, ο ικανός στο να γράφει καλές επιστολές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”